- εγκατορύσσω
- ἐγκατορύσσω και -ττω (Α)θάβω, καταχώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκατορύττουσι — ἐγκατορύσσω look at oneself as in a mirror pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐγκατορύσσω look at oneself as in a mirror pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατορυττόμενα — ἐγκατορύσσω look at oneself as in a mirror pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατορύξαντες — ἐγκατορύσσω look at oneself as in a mirror aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατορύξωμεν — ἐγκατορύσσω look at oneself as in a mirror aor subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατορύττεσθαι — ἐγκατορύσσω look at oneself as in a mirror pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
ἐγκατορύξας — ἐγκατορύξᾱς , ἐγκατορύσσω look at oneself as in a mirror aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατορύξασα — ἐγκατορύξᾱσα , ἐγκατορύσσω look at oneself as in a mirror aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)